παροινίαν

παροινίαν
παροινίᾱν , παροινία
drunken behaviour
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παροινία — ἡ, ΜΑ [πάροινος] 1. η σκαιά και υβριστική συμπεριφορά τού μεθυσμένου, οι κακοί τρόποι, τα κακά φερσίματά του («εὐτελὲς δεῑπνον οὐ ποιεῑ παροινίαν», Αισχίν.) 2. (γενικά) η συμπεριφορά σκληρού, παράφορου, τρελού ανθρώπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”